ρεβιζιονιστικός

ρεβιζιονιστικός
-ή, -ό, Ν [ρεβιζιονιστής]
αυτός που έχει σχέση με τον ρεβιζιονισμό, αναθεωρητικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαρξισμός — Όρος που αναφέρεται στις εξελίξεις και στις ερμηνείες που προκάλεσε η διδασκαλία του Μαρξ, κυρίως όταν, με τη δημιουργία των πρώτων σοσιαλιστικών κομμάτων, αποτέλεσε ιδεολογία μεγάλου μέρους του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος. Αρχικά, στη διάδοση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”